κάσα

κάσα
(I)
κάσα, ἡ (Α)
οίκημα, καλύβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»].
————————
(II)
η
1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι
2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο
3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο
4. ταμείο
5. (σε τυχερά παιχνίδια) α) το ποσό που κατατίθεται για την χαρτοπαιξία («τί κάσα θα βάλουμε;»)
β) (στο παιχνίδι της πρέφας) η χρέωση που καθορίζεται αρχικά για κάθε παίκτη, η οποία αυξομειώνεται ανάλογα με τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες του
6. το σανιδένιο ή μεταλλικό πλαίσιο κουφωμάτων στο οποίο στηρίζονται τα θυρόφυλλα ή παραθυρόφυλλα, θύρωμα, αλλ. περβάζι, τελάρο
7. (για αμάξια ή αυτοκίνητα) το αμάξωμα, το πήγμα, αλλ. καροσερί, καρότσα
8. (στην τυπογραφία) η στοιχειοθήκη, δηλ. ξύλινο κιβώτιο με μικρά χωρίσματα ὅπου τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία
9. φρ. α) «γκραν κάσα» — το μεγάλο τύμπανο ορχήστρας ή στρατιωτικής μουσικής
β) ναυτ. i) «κάσα τού τσιμπουκιού» — έδρα τού επιστηλίου
ii) «κάσα τού μακαρά» — θήκη τού τροχίλου
iii) «κάσα τού κουβουσιού» — η βαλβίδα τής καθόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassa < λατ. capsa «κιβώτιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάσα — κάσᾱ , κάσα casa fem nom/voc/acc dual κάσᾱ , κάσα casa fem nom/voc sg (doric aeolic) κάσᾱ , κάσας masc nom/voc/acc dual κάσας masc voc sg κάσᾱ , κάσας masc gen sg (doric aeolic) κάσας masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσα — η (λ. ιταλ.) 1. κιβώτιο από σανίδια: Τα προϊόντα μεταφέρονται σε μεγάλες κάσες. 2. φέρετρο νεκρού: Η κάσα του ήταν σκεπασμένη. 3. χρηματοκιβώτιο: Έχει πολλά χρήματα στην κάσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κασᾶ — κάσας masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκραν κάσα — Μουσικό κρουστό όργανο με αμετάβλητο ήχο. Αρχικά τη χρησιμοποιούσαν στις μουσικές μπάντες για να κρατάει τον ρυθμό. Από το δεύτερο όμως μισό του 18ου αι. καθιερώθηκε ως όργανο της συμφωνικής ορχήστρας, οπότε και κέντρισε τη φαντασία των συνθετών… …   Dictionary of Greek

  • κάσας — κάσᾱς , κάσα casa fem acc pl κάσᾱς , κάσα casa fem gen sg (doric aeolic) κάσᾱς , κάσας masc acc pl κάσᾱς , κάσας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσαι — κάσα casa fem nom/voc pl κάσᾱͅ , κάσα casa fem dat sg (doric aeolic) κάσας masc nom/voc pl κάσᾱͅ , κάσας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσαν — κάσᾱν , κάσα casa fem acc sg (doric aeolic) κάσᾱν , κάσας masc acc sg (epic doric aeolic) κάσας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασᾶν — κάσα casa fem gen pl (doric aeolic) κασᾶ̱ν , κάσας masc gen pl (doric aeolic) κάσας masc acc sg (doric) κάσας masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασάνεις — κασά̱νεις , κατά σαίνω wag the tail aor subj act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσαις — κάσα casa fem dat pl κάσας masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”